Friday, September 28, 2007












Το αψέντι του γερο-Τσέχου μ’ έχει τσακίσει. Θες η πίκρα του, θες που λείπει η Hanna και η κηδεμονία της κι έτσι ξανακύλησα στην αλητεία -απ’ όπου με μάζεψε, θες η μαύρη γάτα που σουλατσάρει ολούθε μου σα γαϊτάνι και μπλέκει τα βράδια μου˙ δε ξέρω.

Χθες, κατέρρευσα πάνω στον πάγκο.

Θυμάμαι τον Cropper να χαλβαδιάζει δυο αρτίστες απ’ το Cabaret Ciel, να γελάει με τα χάλια μου κι έπειτα να τις παίρνει παραμάσχαλα και να φεύγει. Αυτό μόνο. Μετά σκοτάδι. Σκιές.

Ήτανε λέει τρεις σκιές ανθρώπινες, εδώ, μπροστά απ’ τον πάγκο.

«Κλείσαμε» μου φάνηκε πως τους είπα μα εκείνες δε θέλανε να πιουν. Να μιλήσουνε μόνο θέλανε. Έξω απ’ τα βλέμματα, μακριά απ’ τα αυτιά.

«Κλείσαμε!» θαρρώ πως φώναξα και τότε, ένιωσα το χέρι μιας από τις τρεις να μου χαϊδεύει το κεφάλι και να μου ψιθυρίζει «ahimsa» και «satyagraha», μερεύοντάς με.

Ύστερα, άκουσα την παλάμη της δεύτερης σκιάς να χτυπάει τον ξύλινο πάγκο μ' έναν ρυθμό αφρικάνικο, επαναστατικό που αρμάτωσε την καρδιά και την έκανε να τρομπάρει αίμα σ’ όλο μου το κορμί, γκρεμίζοντας την αψιθιά που ‘χε κυριέψει το ύψωμα του μυαλού μου.

Κι έπειτα, την τρίτη σκιά, με βροντόλαλη νέγρικη φωνή να λέει «I have a dream

Τότε, ξύπνησα.

Έτσι, σώθηκα.

Το αψέντι του γερο-Τσέχου μ’ έχει τσακίσει..


Monday, September 24, 2007

Το μαγαζί βρόμισε αρμύρα και φύκι.

Ήτανε δεν ήτανε στα 20 μα, καθισμένος τόσο βαριά και
καπνίζοντας το όρθιο -σαν τσιμινιέρα- τσιμπούκι του,
έμοιαζε άλλα τόσα χρόνια μεγαλύτερος.

Έβγαλε να με πληρώσει όταν του άφησα το ποτήρι πλάι στα χαρτιά και τα μολύβια που ‘χε ξαμολήσει στο τραπέζι.
«Πειράζει, για όση ώρα μείνω εδώ, να σε παρατηρώ φίλε μου;» με ρώτησε.
«Είσαι ζωγράφος ή αδελφή;» του είπα χαμογελώντας.
«Ποιος ξέρει; Μπορεί να ‘μαι και τα δυο. Ή να γίνω κάποτες. Εσένα πάντως, τώρα, θέλω να σε κοιτάζω για να γράψω ένα ποίημα. Έχω το λεύτερο;»
«Κοίτα με..» του απάντησα κι έφυγα.

Ορκίζομαι στο θεό πως δε νοιάστηκα αν με κοιτούσε κι έγραφε,
όπως μου είπε, ούτε καν κοίταξα προς το μέρος του όλο το βράδυ.

Όμως, ένα περίεργο άγχος με κυρίεψε.

Θες ήτανε η βροχή που άρχισε να πέφτει, το αστραπόβροντο, θες το παλιωμένο αψέντι που ήπια μπας και ημερέψω. Ό,τι κι αν ήταν μ’ έκανε να παραπατάω, να νομίζω πως βρίσκομαι πάνω σε πλοίο που κλυδωνίζεται από τη φουρτούνα. Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας.

Κοιτούσα και ξανακοιτούσα το ρολόι στον τοίχο, παρακαλώντας να έρθει η Hanna να με σκατζάρει, μετρώντας τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα.

Όταν, επιτέλους, μπήκε η Hanna στο μαγαζί γαλήνεψα.
«Τι έχεις καλέ μου κι είσαι άσπρος σαν το πανί;» με ρώτησε βγάζοντας το μουσκεμένο της πανοφώρι.
Την τράβηξα από το σκούρο μπλε κασκόλ της και τη φίλησα όπως δεν έχω φιλήσει ποτέ άνθρωπο. «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες» της είπα και πετώντας την ποδιά μου πίσω από τον πάγκο χίμηξα προς την έξοδο.

«Φίλε! Φίλε!» τον άκουσα να μου φωνάζει και γύρισα το κεφάλι προς το μέρος του συνεχίζοντας ωστόσο να περπατάω βιαστικά προς την έξοδο.
«Για σένα είναι!» κι άρχισε να απαγγέλλει δυνατά:

«Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυό μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος πού 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα!.. η λαμαρίνα όλα τα σβήνει!
Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μιά ζώνη
κ' εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι…»

Βγήκα τρέχοντας έξω και ξέρασα στο πεζοδρόμιο...


Monday, September 17, 2007


Το cafe άδειο.

Μυρίζει απόκοσμη ζωή εδώ.
Καθαρίζω το τελευταίο τραπέζι.
Το τζάμι της πόρτας μοιάζει με παλιό βιτρό.
Ταυτότητες αγίων τα χρώματά του. Αποτυπώματα αιώνια.
Πλησιάζω.
Ο πλακόστρωτος δρόμος με τους τυχαίους διαγράφεται μέσα από τη θολούρα.
"Δεν είναι είναι για εσας αυτό το μέρος" σκέφτομαι.

Δέκα μέρες το μαγαζί γεμάτο και η πινακίδα στο τζάμι γράφει ακόμη "κλειστό"...

Saturday, September 15, 2007

Thursday, September 13, 2007












Στάθηκες απέναντί μου με το βλέμμα της δύναμης.

Λένε πλησιάζει η στιγμή
να ποτιστεί το αίμα σου με τον δικό μου ιδρώτα.

Φυλάξου μικρέ μου ήρωα.

είναι πιο άγριος ο χρόνος..
κρατήσου στο ψεύτικό σου όνειρο και μη ζητήσεις.


Τίποτα δε σε γεννάει πια.

Σκορπάς την αύρα σου στον αέρα,
να εθιστεί η ιστορία στο δικό σου άρωμα.

Πολλά έζησες .
Αντέχεις;

ion

Tuesday, September 11, 2007

Κείνο τ’ απόγεμα δε ξέρω πόσες φορές άκουσα τ’ όνομα «Σαλονίκη».

Αργότερα κατάλαβα –απ’ αυτά που 'πιασαν οι κεραίες μου- πως ήταν φοιτητές εκεί, στο μαθηματικό τ’ ομορφόπαιδο, στη φιλοσοφική ο μαλλιάς.

Τυχαία, βρεθήκανε εδώ. Κοιταχτήκανε πρώτα κάμποση ώρα μέχρι ο μαλλιάς να το πάρει απόφαση και να μιλήσει. «Που σε ξέρω ρε καλόπαιδο;» τον ρώτησε και ο μορφονιός τον κοίταξε μέσα απ’ το πέπλο του καπνού που υψώνονταν νωχελικά απ’ το μισάνοιχτο στόμα του και του ‘νεψε να καθίσει.

«Παύλος».
«Νικόλας» («Όχι Νίκος ή Νικόλαος. Νικόλας..» του τόνισε ο μαλλιάς).

Επί μία ώρα κράζανε σχολές, καθηγητές, πρυτάνεις.
«Νούμερα» έλεγε ο ένας, «τελείες» ο άλλος.
«Μηδενικά ρε», «και παύλες ρε» κι έτσι πήγαινε η δουλειά.

Πίνανε και καπνίζανε, γελάγανε και βρίζανε και γρατζουνάγανε πότε ο ένας και πότε ο άλλος την κιθάρα που κουβαλούσε ο μορφονιός..

Κάποια στιγμή ο μαλλιάς τον πήρε μονότερμα και μεθυσμένος άρχισε να του μιλάει για τη μεγάλη του «καύλα» -όπως τη χαρακτήρισε.

«Θεατρίνος θέλω να γίνω ρε Παύλο..»
«Και που το πρόβλημα ρε;» του απάντησε. «Γεννημένοι θεατρίνοι είμαστε. Κομπλέ και με δίπλωμα..»
«Όχι τέτοιος ρε! Όχι τέτοιος.. Θεατρίνος είναι άλλο.. αυτό που λες εσύ, είναι,‘τρία ναι κι ένα γάμησέ τα’..»

Ο Παύλος χαμογέλασε. «Που πάει να πει;»

«Πάει να πει, είμαι εγώ τώρα και μου μιλάς αλλά δε σ’ ακούω. Σ’ έχω γραμμένο στα παπάρια μου και δε σ’ ακούω αλλά κάνω ότι σ’ ακούω και μάλιστα με προσοχή.»

«Και μετά;»

«Ζαχάρωσες μωρή κουφάλα, έτσι; Αφού το’ χω σου λέω.. Μετά λοιπόν, αφού δεν ακούω τι μου λες σου αμολάω το πρώτο ‘ναι’. Όσο προχωράει, στη μέση κάπου, σου πετάω και το δεύτερο ‘ναι ε;’ με περισσότερο ενδιαφέρον τώρα, το 'πιασες; Ε, μετά σου λέω προς το τέλος και το τρίτο ‘ναι’ κι όταν τελειώσεις, επιτέλους, κουνάω σκυθρωπός το κεφάλι –να έτσι- και σου λέω αναστενάζοντας ‘γάμησέ τα’. Τρία ναι κι ένα γάμησέ τα. Πάπαλα..»

Το γέλιο τους ακόμα αντηχεί στο μυαλό μου.. Ακόμα..

Πλήρωσε ο Παύλος. Ο Νικόλας αμόλησε πάνω στο τραπέζι φραγκοδίφραγκα επιμένοντας να πληρώσει για την πάρτη του. «Ξεκόλλα ρε!» του ‘πε ο Παύλος και του άρπαξε τα χέρια. Στην Αθήνα θα τα βάλεις εσύ..»

«Με λάβωσες ρε καλόπαιδο.. Μπορώ να κάνω κάτι για σένα εδώ;»
«Ναι ρε, μπορείς. Κι εδώ και παντού. Να μ’ αγαπάς..»
«Ντάξει, ρε μπαγάσα..»


Με το Γιώργο τον Κρίτσο και το Θανάση τον Μπα στη Λόντου..


Sunday, September 9, 2007


















Δολοφόνος.
σε δύο αγγίγματα
εναλλασσόμενο χρώμα.
πλησιάζεις
σαν εγώ να με είχα από πριν σκοτώσει
και μου θυμίζεις πως ζω.
Φοβούμενη για την ανάσα που μισούσα δε με γιατρεύεις.
Όταν πονέσω μόνο εσύ θα γιατρευτείς.

Saturday, September 8, 2007













θες να μάθεις μικρέ ;
Ακολούθησέ με στο παλιό σκοτεινό δωμάτιο.
θα αφήσω έξω τον κόσμο να ζεί
- κρυφά -
θα σταματήσω το χρόνο σου.

ζαλισμένος θα στριμωχθείς στο βασίλειό μου.

θα είμαι γλυκιά.

Μη φοβάσαι.

Στα νερά μου απόψε θα σε βαπτίσουν πιστό.


ion

Friday, September 7, 2007






















ευτυχισμένο σέρνεται.

κορμί

άδειο
απο λέξεις.

έλα.
το τζάμι θολώνει τη νύχτα.
Ελα..

μυαλό αφημένο στην υγρή πλευρά της ανάγκης ζητάει κάτι..


στο άδειο

παρατημένο
κορμί

πάρε τη θέση σου

στο

θολό μυαλό.

ion













Φαινόταν ανήσυχος. Σκυθρωπός.
Έγραφε πάνω σε ένα γαλάζιο σημειωματάριο. Ασταμάτητα.
Ήπιε αψέντι. Πολύ..

Κάποια στιγμή μ’ άρπαξε απ’ το μανίκι δείχνοντάς μου με παράπονο μικρού παιδιού τη σπασμένη μύτη του μολυβιού του.
Του δάνεισα ένα.

Στα τελειώματα, ξέμεινε κι από χαρτί.
Στο θλιμμένο του βλέμμα σήκωσα τους ώμους μου αδιάφορα.
«Μια λέξη
μου μένει μόνο..» αποκρίθηκε.

Τον λυπήθηκα.
Έσκισα μια σελίδα απ’ το τεφτέρι μου και του την έδωσα.
Την έγραψε.

Σηκώθηκε, έσιαξε το τουΐντ κοστούμι του και χαιρετώντας με
με το καπέλο του, έφυγε.

Δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός.

Έτρεξα έξω να δω τι συμβαίνει.

Τον βρήκα ξαπλωμένο, με μαξιλάρι το ψάθινο καπέλο.
Το περίστροφο είχε πέσει στο πλάι του όπως και το γαλάζιο σημειωματάριο.
Τα χέρια του είχαν σταυρώσει στην καταματωμένη του κοιλιά.
Σα να χαμογελούσε.

Τότε, το είδα.

Μέσα στην δεξιά του παλάμη κρατούσε τσαλακωμένη τη σελίδα απ’ το τεφτέρι μου. Την τελευταία του λέξη.

Τράβηξα το χαρτί απαλά.

Το ξετύλιξα.

«Δικαίωσις..»




"Τότε λοιπόν αδέσποτο θ’ αφήσω
να βουίζει το τραγούδι απάνωθέ μου
τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου
το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο.

Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,
και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.
«Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου»
θα πω στον τελευταίο που θ’ αντικρίσω.

Όταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο,
η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει
-πρώτη φορά- σε τέσσερων τον ώμο.

Ύστερα, και του βίου μου την προσπάθεια
αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει
ωραία-ωραία με χώμα και με αγκάθια."



Thursday, September 6, 2007

Μπήκε καμαρωτός, ντυμένος περίεργα, ιεροτελεστικά.

Μ’ ένα φαρδύ μπεζ παντελόνι, μαύρο πουκάμισο και μπότες κι ένα μαύρο τσεμπέρι, θαρρώ, γύρω απ’ το κεφάλι του.

Έκατσε σε μια γωνιά κι άπλωσε τις αρίδες του τεντώνοντάς τες.
«Πατριώτη!» φώναξε και χάιδεψε το μουστάκι του.

«Πες μου αφεντικό» τον καλόπιασα. Τα μάτια του πετάξαν φλόγες.

«Αφεντικό να λαλείς τον κύρη σου μονάχα! Μ’ ακούς;» φώναξε σκιάζοντάς με. «Μη χαμηλώνεις τα μάτια σου μωρέ! Κοίτα με! Κατάματα!»

Δυο πυρωμένα κάρβουνα..

«Άμε τώρα αδελφέ μου να μου φέρεις μια ρακί..»

«Ρακί;» απάντησα. «Τι είναι αυτό;»

«Διάολε τσ’ απολυμάρες σου! Γρικάς τι ρωτάς μωρέ χαϊβάνι;»

«Κρασί κι αψέντι έχω μόνο.. αυτό που μου ζητάς ούτε που το χω ακούσει ποτέ..» του απάντησα όσο πιο τραχιά μπορούσα.

Με κοίταξε αγριεμένος ξανά. Πρέπει να ‘μουν πολύ αστείος παίρνοντας το «κακό» μου ύφος. Χαμογέλασε και γαλήνεψε.

«Δε πάει στα κομμάτια.. πιάσε ένα κρασί..» είπε και τσακίστηκα να πάω να το φέρω.

Ένιωσα την αναστάτωση που προκάλεσε το λεβέντικο, αρρενωπό του παρουσιαστικό στη γαλαρία. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα ζήλια.

Την εκδήλωσα με την προχειρότητα που ετοίμασα τον δίσκο του, ρίχνοντας λειψό κρασί στο πιο κακοπλυμένο μου ποτήρι.

Μια που τ’ ακούμπησα και μια που το ‘πιε μονορούφι.

Πηγαινοερχόμουν για του λόγου του και κάθε φορά που έφτανα στον πάγκο υπέμενα τις επιτακτικές αιτήσεις της γαλαρίας να μάθω το όνομά του, από πού έρχεται, ποιος είναι..

Στο τέταρτο συνεχόμενο δρομολόγιο δεν άντεξα κι άφησα το δίσκο μου στο τραπέζι. Τράβηξα με αποφασιστικότητα μια καρέκλα και κάθισα απέναντί του. Με κοίταξε..

«Μπουμπούνα το..» μου είπε.

«Είσαι ντυμένος περίεργα.. τι ‘ναι αυτό που φοράς γύρω απ το κεφάλι σου;»

«Τα δάκρυα της παναγιάς.. Μαύρο πανί στη λύπη, λευκό στη χαρά.. Άλλο;»

«Ποιος είσαι ξένε;» ακούστηκε μια φωνή απ’ την γαλαρία συνοδεία από γέλια και σούσουρο.

Δε γύρισε καν να δει. «Δεν είμαι ένας κοπελιά.. Είμαι εγώ, οι πατεράδες μου, ο τόπος μου..» βροντοφώναξε.

«Πες μας λοιπόν για σένα και τον τόπο σου!»

Μιαν ανάσα πήρε..

«Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού,
σβήνω κυλώντας στα νερά.
Ανέβηκα στην κορυφή της συννεφιάς
σαλτάροντας με τις τριχιές
του λιβανιού,
πήρα το δρόμο της σποράς.

Κοιμήθηκα στο προσκεφάλι
του σπαθιού,
είχα τον ύπνο του λαγού.
Αγνάντευα την πυρκαγιά
της θεμωνιάς
αμίλητος την ώρα της συγκομιδής,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.

Αντάμωσα τον χάρο της ξερολιθιάς,
το άλογο στ' αλώνι να ψυχομαχεί,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.»

Μιαν ανάσα άφησε..

«Όμορφη πατρίδα πρέπει να σε γέννησε ξένε..»

«Όμορφη μα και παράξενη κοπελιά μου..»

Σκούπισε με τρόπο το δάκρυ, μας είπε «γεια» κι έφυγε…


(θα χάσετε τη βολή σας κει πάνω απόψε αηδόνι μου. Τρεις κώλους χώρο

θέλει ο αθεόφοβος ο Λουτσιάνος για να θέσει.

Μα χίλιοι καλοί χωρούνε μωρέ..

Κέρασέ το, μια, το κοπέλι.

Και σιγοντάρισέ το…

Αηδόνι ‘τανε κι αυτό..

Θα τα βρείτε..)


Wednesday, September 5, 2007



















Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού..

Όταν φούσκωσα απ' το νερό και τ' αλάτι έπεσα.
Έκανα να κρατηθώ από μια του βλεφαρίδα.
Την πήρα μαζί μου..

Καρφώθηκε σαν ακόντιο στο χώμα κι
εγώ ταλανίστηκα ολόγυρά της σαν
παντιέρα πειρατική.
"Ήρθα να σας κουρσέψω" θέλησα να
πω σ' όσους μαζεύτηκαν ολόγυρα να με
θαυμάσουν. Μα απ' το τράνταγμα είχα
χάσει τη μιλιά μου. Δυο άναρθρες
συλλαβές μου ξέφυγαν μόνο. Και το
πλήθος πανηγύρισε, με σήκωσε στα χέρια
και μ' ανακήρυξε βασιλιά.

Τότε κατάλαβα..

Δεν έπεσα..

Ξέπεσα..


(Εμπνευσμένο από την mrs. marlowe…)


















Σταμάτα πια να κλαις Λόλα! Μην τον ξεσυνερίζεσαι!

Ξέρεις πόσο πόθο στάζει τις νύχτες το "κλειδοπίνελό" του,

όταν τα κάλη σου ολάκερα σ' ένα "κυβοφυλάκιο" κλείνει;

Έτσι.. γέλα κοπέλα μου.. γέλα μου

Το αψέντι λεύτερο απόψε για όλη τη γαλαρία!

Κερνάει η Hanna.. Και πίνει..















«Κι αυτό το λες εσύ γυναίκα;» και γελώντας τράβηξε την πετσέτα που πάνω της ο Πάμπλο σκίτσαρε τη Λόλα και την περιέφερε σ’ όλο το μαγαζί.

«Λόλα, τα βαριά σου στήθη είναι τετράγωνα!» είπε και κρεμώντας την πετσέτα σαν φερετζέ μπροστά από το στόμα του χίμηξε προς την γυναικοκρατούμενη γαλαρία. «Μαρί, τα τορνευτά σου πισινά είναι κύβοι! Και σένα Νίνα, οι ευκλείδειοι γοφοί σου είναι κύβοι! Όλες έτσι σας βλέπει ο Πάμπλο κυρίες μου!»

«Αχ Μόντι, σε θέλω! Σε θέλω τώρα!» ακούστηκε μια ξαναμμένη φωνή από την γαλαρία και κείνος στράφηκε προς το μέρος της με επιτηδευμένη απορία.

«Δεν μπορώ γλυκιά μου! Πραγματικά αδυνατώ! Μου ζητάς να τετραγωνίσω τον κύκλο μου!» κι έδειξε τα αχαμνά του.

Ο Πάμπλο τινάχτηκε πάνω και μαζί του παρέσυρε και το τραπέζι με ότι είχε πάνω του.

«Βούλωστο! Ζωγράφε των τυφλών! Βούλωστο!» είπε και σήκωσε με το ζόρι την Λόλα που κάθονταν αντίκρυ του, κόβοντάς της το γέλιο. Χουφτώνοντας με το δεξί του χέρι τα στήθη της και σφαλίζοντας με το αριστερό τα μάτια της την έστρεψε προς τον Μόντι και τη γαλαρία.

Κοιτάζοντας προς το μέρος τους φώναζε μέσα στ’ αυτί της:

«Τα στήθια σου είναι ολοστρόγγυλα Λόλα! Μα αν στα ζωγράφιζε ο Μόντι δεν θα τα ‘βλεπες γιατί θα ‘σουν τυφλή!» ούρλιαζε. «Και τον κώλο σου παχύ και ολοστρόγγυλο θα στον έκανε μα εσύ δόλια δεν θα μπορούσες να τον δεις!»

«Γαμήσου Πάμπλο! Άφησέ την. Την πονάς!» ακούστηκε από την γαλαρία.

Βγάζοντας μιαν άναρθρη κραυγή τη δάγκωσε στο λαιμό και την ελευθέρωσε σπρώχνοντας την με δύναμη προς το μέρος τους.

Ο Μόντι γονάτισε στο πάτωμα και πήρε την Λόρα που έκλαιγε στην αγκαλιά του.

«Είσαι αστείος Πάμπλο. Πραγματικά αστείος…» του είπε βλέποντάς τον να κάθεται βαριά στο τραπέζι. «Ζωγραφίζω ότι βλέπω φίλε μου…» συνέχισε, οδηγώντας τη Λόλα προς τις φίλες της στη γαλαρία. «Δεν έχω δει ακόμα καμιά ψυχή κατάματα…» είπε ξαναγυρίζοντας προς το μέρος του Πάμπλο «...μα σου υπόσχομαι πως αν ποτέ έρθει εκείνη η ώρα, θα τη ζωγραφίσω μπροστά σου…» κι αφού πέταξε την πετσέτα με το σχέδιο του Πάμπλο πάνω στο τραπέζι κάθισε κι αυτός βαριά απέναντί του.

«Ώρες-ώρες νιώθω ότι με μισείς» ψιθύρισε ο Πάμπλο.

Ο Μόντι χαμογέλασε. «Όχι εσένα φίλε μου…όχι εσένα…Θέλω κρασί…»

«Μαγαζί!» φώναξε ο Πάμπλο και πήγα κοντά.

«Πόσα μπουκάλια αγοράζει αυτό το σκίτσο;» με ρώτησε δείχνοντάς μου την πετσέτα.

«Αν μου το υπογράψεις πολλά» του αποκρίθηκα.

«Κρασί σου ζήτησα μπάσταρδε. Όχι το μαγαζί σου όλο!». Μου πέταξε την πετσέτα μέσα στο δίσκο. «Πάρτο και φέρε μας δυο μπουκάλια.»

«Αυτό μισώ Πάμπλο…αυτό…» του ‘πε ο Μόντι καθώς γυρνούσα την πλάτη μου.

«Δεν το μισείς. Το ζηλεύεις…»

Δεν πρόφτασα να φτάσω στον πάγκο μου όταν άκουσα το καμπάνισμα της εξώπορτας που άνοιξε. Γύρισα και είδα ένα τσούρμο φοιτητριούλες να μπαίνει -η Ζαν και οι φίλες της.

Από ένστικτό κοίταξα τον Μόντι. Το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο στη μικρή Ζαν.

«Πάμπλο…ήρθε η ώρα…μολύβι…» ψέλλισε.

Έσιαξα την πετσέτα πάνω στην τάβλα και χαμογέλασα…


Tuesday, September 4, 2007
















β ρ ε ί τ ε μ ο υ , β ρ ε ί τ ε έ ν α π α ι δ ί
ν α ' ν α ι η μ α τ ι ά το υ ω κ ε α ν ο ί
κ α ι ξ ε ρ ι ζ ώ σ τ ε τ ο υ τ α μ ά τ ι α
δ ί χ ω ς λ ύ π η
β γ ά λ τ ε τ α μ ά τ ι α τ ο υ γ ι α τ ί
δ ε ν τ α χ ρ ε ι ά ζ ε τ α ι ν α δ ε ι
α υ τ ή τ η ν π ό λ η τ ο χ τ ι κ ι ό

π ο υ ό λ ο ι σ ε τ ρ ώ ν ε ζ ω ν τ α ν ό

Μ.Ελευθερίου