Thursday, September 30, 2010

Σε περιμενω χρονια

ακουμπισμενη στο βρωμικο τοίχο

Ιδια με την υφη του

Ηδονική καρτερία

στα σπλάχνα ενός σκοτεινου

λαβυρίνθου.

Tuesday, June 3, 2008

ΚΟ(Μ)ΠΙΑΣΤΕ


Όταν έγινε κείνο το "κλικ" μες στο κεφαλι μου και φωνές αναρίθμητες πλημμύρισαν τα μηνίγγια μου, φοβήθηκα μήπως τρελαθώ και δεν προλάβω να τις γράψω κάτου, να τις ντελαλήσω.

Αργότερα π'ωρίμασα, έπαψα να φοβάμαι τρέλα κι αρρώστια και μου 'φτανε που τις άκουγα και μόνο. "Οι ιδέες είναι αγνές όσο παραμένουν ιδέες" είπα και 'σύχασα.

Τώρα που γερνάω -μόνος, περιθωριακός κι αποτυχημένος- σκέφτομαι όλα αυτά που άκουσα κάποτε κι ακολούθησα τυφλά (σκορπίζοντας ολούθε μου θανατικό, πόνο και δυστυχία) να τα ντύσω τουλάχιστο μ' ένα ρετάλι πίστη και να πω πως "εχω άποψη" και πως είμαι άξιος να συνεχίσω να σέρνομαι ανάμεσά σας.

Δε θα το κάνω όμως. Θα τα βρωμούσα κι αυτά, σκεφτηκα, με το εγώ μου...

Monday, October 8, 2007

Έχω ξεχάσει που έχω φυλάξει κείνα τα ζάρια.

Θυμάμαι ότι ήταν φίσκα το μαγαζί. Έτρεχα σαν τον τρελό να προλάβω παραγγελιές και να καθαρίζω τραπέζια κι είχα τόσα νεύρα -που η Hanna είχε γράψει τις συνεχείς μου εκκλήσεις για βοήθεια στα παλιά της τα παπούτσια- ώστε την πλήρωναν οι πελάτες.

«Ποια στο διάολο είναι αυτή που μιλάει στη Hanna;» σκεφτόμουν, «μα δε βλέπει ότι πνίγομαι;» μουρμουρίζοντας βλαστήμιες μέσα απ’ τα δόντια μου. Ρίχνοντας πύρινες ματιές στη Hanna έπαιρνα κάθε φορά το ίδιο καθησυχαστικό βλέμμα της που έλεγε: «Έρχομαι καλέ! ωχουου..»

Έτσι όπως όργωνα πάνω κάτω το μαγαζί περνούσα κάθε τόσο δίπλα από τη γυναίκα, στο τραπέζι της οποίας είχε καρφωθεί η δικιά μου.

Αναπόφευκτα, λοιπόν, σε κάθε μου περατζάδα άκουγα σκόρπιες φράσεις της.

«Τ’ όνομα του παππού μου πήρα, Σωτήρη τον ελέγανε.. μ’ έπαιρνε κοντά του στην εκκλησία και ψέλναμε.. ήτανε πλούσιος ο Μπέλλος, ο πατέρας μου.. Αρβανίτες είμαστε.. από τη Βέμπο ήθελα να γίνω τραγουδίστρια.. με τσακίσανε στο ξύλο κι έφυγα από το σπίτι.. έξι μήνες κράτησε ο γάμος μου.. Οι δικοί μου; Ούτε ζωγραφιστό.. με βαρούσε ασταμάτητα.. είμαι Αρβανίτισσα ρε εγώ, δε σηκώνω ζοριλίκια.. βιτριόλι! Ναι, βιτριόλι του ‘ριξα.. Έξι μήνες φυλακή, στου Αβέρωφ.. Βιτριόλισα μ‘ έλεγε η μάνα.. και ξύλο πολύ. Ξανάφυγα για Αθήνα.. στου ‘Τζίμη του χοντρού’ άρχισα να τραγουδάω.. και λαντζέρα έγινα μουτράκι μου και παστέλια στον ταβλά πουλούσα.. Σπίτι; σε βαγόνια κοιμόμουνα.. πενηνταράκι το πενηνταράκι αγάπη μου και ξες τι πήρα; Κιθάρα!.. σε μια ταβέρνα στα Εξάρχεια έκατσα που λες να φάω. Είχε μια κιθάρα στον τοίχο. Ρώτησα, την κατέβασα κι έπαιξα ένα τραγούδι.. Ποιο; Που να το ξέρεις. ‘Αντιλαλούνε οι φυλακές, τ’ Ανάπλι κι ο Γεντί Κουλές’.. Ο Καπετανάκης ο Κίμωνας έτυχε να μ΄ ακούσει κι είπε στον Βασίλη που είμαι.. μ’ αυτά και μ’ αυτά μ’ έβαλε στο στούντιο ο βάρδος. Τ’ ακούς; T’ ακούω να λες.. ’Συννεφιασμένη Κυριακή’, ‘Κάνε λιγάκι υπομονή’..»

Δεν άντεξα. «Συγνώμη που σας διακόπτω, αλλά, Hanna όπου να ΄ναι τραγουδάς. Κι αν με βοηθούσες και λίγο με το μαγαζί θα το εκτιμούσα..»

Η γυναίκα δεν με κοίταξε καν. Έσκυψε μπροστά στο τραπέζι.

«Θα ξανάρθω Σωτηρία» της είπε η Hanna χαϊδεύοντας το χέρι της και κείνη κούνησε το κεφάλι. Σηκώθηκε στραβοκοιτώντας με κι ανέβηκε στο πάλκο..

Ο Βιμ άρχισε να παίζει στο πιάνο..

Η ντίβα μου άρχισε να τραγουδάει..

Η γυναίκα ήρθε και κάθισε δίπλα μου στον πάγκο. Σταύρωσε στα κλεφτά τη Hanna κι έφτυσε τον κόρφο της. «Τυχερή θα ‘ναι η κορούλα σου, καρδιά μου..» ψιθύρισε.

«Αυτή, άμα κάνει παιδί, θα κάνει γιο» αποκρίθηκα, κοιτάζοντας περήφανος την Hanna.

Γέλασε. «Το παίζουμε στα κοκαλάκια μπελαλή;» αποκρίθηκε δίχως να πάρει τα μάτια από πάνω της. «Εξάρες, θα γίνει ό,τι λέω ‘γώ. Όλα τ' άλλα, δικά σου» και κατέβηκε από το σκαμπό. Έβαλε το χέρι στην τσέπη της ζακέτας της κι έβγαλε δυο ζάρια.

«Να μου την προσέχετε» είπε νεύοντας προς το πάλκο κι αμόλησε τα ζάρια.

Τα μάτια μου τ’ ακολούθησαν.

Στριφογύρισαν για ώρα πάνω στον ξύλινο πάγκο μέχρι που χτύπησαν μεταξύ τους και σωριάστηκαν.

Έξι το ένα.

Έξι και το άλλο.

Εμβρόντητος, γύρισα στο πλάι.

Είχε ήδη φύγει..


Friday, September 28, 2007












Το αψέντι του γερο-Τσέχου μ’ έχει τσακίσει. Θες η πίκρα του, θες που λείπει η Hanna και η κηδεμονία της κι έτσι ξανακύλησα στην αλητεία -απ’ όπου με μάζεψε, θες η μαύρη γάτα που σουλατσάρει ολούθε μου σα γαϊτάνι και μπλέκει τα βράδια μου˙ δε ξέρω.

Χθες, κατέρρευσα πάνω στον πάγκο.

Θυμάμαι τον Cropper να χαλβαδιάζει δυο αρτίστες απ’ το Cabaret Ciel, να γελάει με τα χάλια μου κι έπειτα να τις παίρνει παραμάσχαλα και να φεύγει. Αυτό μόνο. Μετά σκοτάδι. Σκιές.

Ήτανε λέει τρεις σκιές ανθρώπινες, εδώ, μπροστά απ’ τον πάγκο.

«Κλείσαμε» μου φάνηκε πως τους είπα μα εκείνες δε θέλανε να πιουν. Να μιλήσουνε μόνο θέλανε. Έξω απ’ τα βλέμματα, μακριά απ’ τα αυτιά.

«Κλείσαμε!» θαρρώ πως φώναξα και τότε, ένιωσα το χέρι μιας από τις τρεις να μου χαϊδεύει το κεφάλι και να μου ψιθυρίζει «ahimsa» και «satyagraha», μερεύοντάς με.

Ύστερα, άκουσα την παλάμη της δεύτερης σκιάς να χτυπάει τον ξύλινο πάγκο μ' έναν ρυθμό αφρικάνικο, επαναστατικό που αρμάτωσε την καρδιά και την έκανε να τρομπάρει αίμα σ’ όλο μου το κορμί, γκρεμίζοντας την αψιθιά που ‘χε κυριέψει το ύψωμα του μυαλού μου.

Κι έπειτα, την τρίτη σκιά, με βροντόλαλη νέγρικη φωνή να λέει «I have a dream

Τότε, ξύπνησα.

Έτσι, σώθηκα.

Το αψέντι του γερο-Τσέχου μ’ έχει τσακίσει..


Monday, September 24, 2007

Το μαγαζί βρόμισε αρμύρα και φύκι.

Ήτανε δεν ήτανε στα 20 μα, καθισμένος τόσο βαριά και
καπνίζοντας το όρθιο -σαν τσιμινιέρα- τσιμπούκι του,
έμοιαζε άλλα τόσα χρόνια μεγαλύτερος.

Έβγαλε να με πληρώσει όταν του άφησα το ποτήρι πλάι στα χαρτιά και τα μολύβια που ‘χε ξαμολήσει στο τραπέζι.
«Πειράζει, για όση ώρα μείνω εδώ, να σε παρατηρώ φίλε μου;» με ρώτησε.
«Είσαι ζωγράφος ή αδελφή;» του είπα χαμογελώντας.
«Ποιος ξέρει; Μπορεί να ‘μαι και τα δυο. Ή να γίνω κάποτες. Εσένα πάντως, τώρα, θέλω να σε κοιτάζω για να γράψω ένα ποίημα. Έχω το λεύτερο;»
«Κοίτα με..» του απάντησα κι έφυγα.

Ορκίζομαι στο θεό πως δε νοιάστηκα αν με κοιτούσε κι έγραφε,
όπως μου είπε, ούτε καν κοίταξα προς το μέρος του όλο το βράδυ.

Όμως, ένα περίεργο άγχος με κυρίεψε.

Θες ήτανε η βροχή που άρχισε να πέφτει, το αστραπόβροντο, θες το παλιωμένο αψέντι που ήπια μπας και ημερέψω. Ό,τι κι αν ήταν μ’ έκανε να παραπατάω, να νομίζω πως βρίσκομαι πάνω σε πλοίο που κλυδωνίζεται από τη φουρτούνα. Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας.

Κοιτούσα και ξανακοιτούσα το ρολόι στον τοίχο, παρακαλώντας να έρθει η Hanna να με σκατζάρει, μετρώντας τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα.

Όταν, επιτέλους, μπήκε η Hanna στο μαγαζί γαλήνεψα.
«Τι έχεις καλέ μου κι είσαι άσπρος σαν το πανί;» με ρώτησε βγάζοντας το μουσκεμένο της πανοφώρι.
Την τράβηξα από το σκούρο μπλε κασκόλ της και τη φίλησα όπως δεν έχω φιλήσει ποτέ άνθρωπο. «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες» της είπα και πετώντας την ποδιά μου πίσω από τον πάγκο χίμηξα προς την έξοδο.

«Φίλε! Φίλε!» τον άκουσα να μου φωνάζει και γύρισα το κεφάλι προς το μέρος του συνεχίζοντας ωστόσο να περπατάω βιαστικά προς την έξοδο.
«Για σένα είναι!» κι άρχισε να απαγγέλλει δυνατά:

«Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυό μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος πού 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα!.. η λαμαρίνα όλα τα σβήνει!
Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μιά ζώνη
κ' εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι…»

Βγήκα τρέχοντας έξω και ξέρασα στο πεζοδρόμιο...


Monday, September 17, 2007


Το cafe άδειο.

Μυρίζει απόκοσμη ζωή εδώ.
Καθαρίζω το τελευταίο τραπέζι.
Το τζάμι της πόρτας μοιάζει με παλιό βιτρό.
Ταυτότητες αγίων τα χρώματά του. Αποτυπώματα αιώνια.
Πλησιάζω.
Ο πλακόστρωτος δρόμος με τους τυχαίους διαγράφεται μέσα από τη θολούρα.
"Δεν είναι είναι για εσας αυτό το μέρος" σκέφτομαι.

Δέκα μέρες το μαγαζί γεμάτο και η πινακίδα στο τζάμι γράφει ακόμη "κλειστό"...

Saturday, September 15, 2007