Saturday, August 25, 2007
Saturday, August 11, 2007
Marlene, η ξανθιά.
Edith, η μελαχρινή.
Έτσι μπήκαν…
Απ΄την πόρτα, μου παράγγειλαν φτηνό κρασί. Δύο ποτήρια.
Τ' άφηνα στο τραπέζι τους όταν η ξανθιά με κοίταξε κατάματα.
Ο ουρανός κι η θάλασσα έσμιξαν. Και η γη χάθηκε στο μεταξύ τους…
«Ρε, μούσκεμα μας έκανες!» τσίριξε η μικροσκοπική μελαχρινή κι άρχισε να γελάει νευρικά τινάζοντας το κρασί από πάνω της.
Τους κέρασα τα επόμενα.
Και τα επόμενα…
«Πίνουνε σα νεροφίδες», «καπνίζουνε και βρίζουνε σαν αλγερινοί» κι άλλες τέτοιες κακίες και σκηνές ζηλοτυπίας από τις αρτίστες που πάσχιζαν ν' ανακτήσουν τα πλανεμένα –από τον ξανθό άγγελο- αρσενικά.
Μουρμούρα.
Σούσουρο.
Κρότος σπασμένου ποτηριού.
Σιωπή.
Η μικροσκοπική μελαχρινή σηκώθηκε και με τα χέρια στη μέση άρχισε να τραγουδάει. Να τραγουδάει…
Σιωπή.
Η μικροσκοπική μελαχρινή κάθισε.
«Μαγαζί! Τι χρωστάμε; Μαγαζί!» φώναξε χτυπώντας τις παλάμες της κι απόκαμε πάνω στα γόνατά της.
«Να με πάρει ο διάολος…» ψέλλισα αποσβολωμένος. «Τίποτα κοπέλα μου…Τίποτα δε χρωστάτε…»
«Ο διάολος είναι γυναίκα, μορφονιέ» είπε η Marlene καθώς σηκώνονταν. «Και να σε πάρει, δε θα το μετανιώσεις…» και γονάτισε μπροστά από τη μεθυσμένη μελαχρινούλα. Της σήκωσε απαλά το πηγούνι. « Εσύ θα το μετάνιωνες αν σε έπαιρνα στον ώμο μου τώρα φιλενάδα;»
«Non, je ne regrette rien» της απάντησε.
Femme fatale, η ξανθιά.
Môme piaf, η μελαχρινή.
Έτσι βγήκαν…
Friday, August 10, 2007
Στην αρχή κι οι τρεις τους κάθονταν απόμερα. Μόνοι.
Και οι τρεις, παρήγγειλαν να τους φέρω αψέντι. Δυνατό.
Κάποια στιγμή, ο πανύψηλος ξερακιανός άρχισε -με τα μάτια κλειστά- να τραγουδά κάτι στα σέρβικα. Οι μποέμισες της Μονμάρτης απ’ το βάθος, το «καθαρτήριο», άρχισαν να τον σιγοντάρουν χτυπώντας παλαμάκια.
«Γιορτάζεις ή πονάς αφεντικό;» ρώτησα αφήνοντάς του το τρίτο ποτήρι. Δεν απάντησε.
Λίγο μετά σίγησε και ξανάνοιξε τα μάτια. «Γενέθλια έχω…» ψιθύρισε.
Μες στη θολούρα τους κι οι δύο, γύρισαν και τον κοίταξαν παραξενεμένοι.
«Κι εγώ απόψε τα 'χω…».
«Κι εγώ…».
Άπλωσε τα πελώρια χέρια του και τράβηξε δυο καρέκλες δίπλα του, νεύοντας τους με το κεφάλι να κοπιάσουν. Και κόπιασαν.
Μεθυσμένα χέρια σταύρωσαν πάνω απ’ το τραπέζι. «Νίκολα», «Σίγκμουντ», «Όσκαρ».
Άπλωσε ξανά τα πελώρια χέρια του κι άνοιξε μια αχόρταγη αγκαλιά προς τις μποέμισες της γαλαρίας. Κόπιασαν κι εκείνες.
Απόμεινα εκστασιασμένος να κρυφοκοιτώ αυτό το όργιο μέχρι τέλους, στηρίζοντας την ξαγρύπνια μου πάνω στο σκουπόξυλο και στην εξίσου ξύλινη στύση μου.
Ο οργασμός του Νίκολα ήρθε πρώτος, με τη μορφή χιλιάδων σπινθήρων εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής τάσης.
Εκείνος του Σίγκμουντ δεν ήρθε ποτέ, καθώς την κρίσιμη στιγμή κραύγασε «τελειώνω μητέρα!» απευθυνόμενος στη μποέμισά του, η οποία ταράχτηκε κι αμέσως τραβήχτηκε αφήνοντάς τον στα κρύα του λουτρού.
Μόνον ο Όσκαρ εκσπερμάτισε. Τόσο δυνατά, που το σπέρμα του τινάχτηκε ως το γερασμένο πορτρέτο που κρέμονταν πάνω απ’ το κεφάλι του. Από ντροπή, φαντάζομαι, μου ζήτησε να του πουλήσω το πορτρέτο λέγοντάς μου: «εκεί πάνω φυλάκισα απόψε τον ανδρισμό μου». Κούνησα δήθεν συγκαταβατικά το κεφάλι, και του το κατέβασα.
Τους καληνύχτισα και πήγα για ύπνο…