Φαινόταν ανήσυχος. Σκυθρωπός.
Έγραφε πάνω σε ένα γαλάζιο σημειωματάριο. Ασταμάτητα.
Ήπιε αψέντι. Πολύ..
Κάποια στιγμή μ’ άρπαξε απ’ το μανίκι δείχνοντάς μου με παράπονο μικρού παιδιού τη σπασμένη μύτη του μολυβιού του.
Του δάνεισα ένα.
Στα τελειώματα, ξέμεινε κι από χαρτί.
Στο θλιμμένο του βλέμμα σήκωσα τους ώμους μου αδιάφορα.
«Μια λέξη μου μένει μόνο..» αποκρίθηκε.
Τον λυπήθηκα.
Έσκισα μια σελίδα απ’ το τεφτέρι μου και του την έδωσα.
Την έγραψε.
Σηκώθηκε, έσιαξε το τουΐντ κοστούμι του και χαιρετώντας με
με το καπέλο του, έφυγε.
Δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός.
Έτρεξα έξω να δω τι συμβαίνει.
Τον βρήκα ξαπλωμένο, με μαξιλάρι το ψάθινο καπέλο.
Το περίστροφο είχε πέσει στο πλάι του όπως και το γαλάζιο σημειωματάριο.
Τα χέρια του είχαν σταυρώσει στην καταματωμένη του κοιλιά.
Σα να χαμογελούσε.
Τότε, το είδα.
Μέσα στην δεξιά του παλάμη κρατούσε τσαλακωμένη τη σελίδα απ’ το τεφτέρι μου. Την τελευταία του λέξη.
Τράβηξα το χαρτί απαλά.
Το ξετύλιξα.
«Δικαίωσις..»
"Τότε λοιπόν αδέσποτο θ’ αφήσω
να βουίζει το τραγούδι απάνωθέ μου
τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου
το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο.
Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,
και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.
«Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου»
θα πω στον τελευταίο που θ’ αντικρίσω.
Όταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο,
η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει
-πρώτη φορά- σε τέσσερων τον ώμο.
Ύστερα, και του βίου μου την προσπάθεια
αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει
ωραία-ωραία με χώμα και με αγκάθια."
No comments:
Post a Comment